τσέβδισμα

τσέβδισμα
το, -ατος
το να τσεβδίζει κανείς, τραυλισμός, ελαττωματική προφορά ορισμένων συμφώνων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσέβδισμα — το, Ν βλ. τσεύδισμα …   Dictionary of Greek

  • τσεύδισμα — και τσέβδισμα, το, Ν [τσευδίζω / τσεβδίζω] ψεύδισμα …   Dictionary of Greek

  • τσεύδισμα — το βλ. τσέβδισμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”